- πέλλα
- I
Πόλη στην περιοχή της αρχαίας Βοττιαίας, που την έκανε πρωτεύουσα των Μακεδόνων ο Αρχέλαος (413-399 π.Χ.). Υπήρξε έδρα του Φιλίππου και γενέτειρα του Αλεξάνδρου, απετέλεσε σπουδαίο κέντρο του ελληνισμού κατά την εποχή των διαδόχων, περιήλθε στους Ρωμαίους μετά τη μάχη της Πύδνας (168 π.Χ.) και από τότε εξαφανίστηκε σιγά σιγά.Οι πληροφορίες για την Π. είναι σχετικά λίγες και αυτές προέρχονται από τους εχθρούς της. Πριν από την ακμή των Μακεδόνων μας πληροφορούν γι’ αυτούς κυρίως οι αντίπαλοί τους Αθηναίοι. Για την πτώση των Μακεδόνων πάλι μας πληροφορούν εχθροί τους, όπως ο Ρωμαίος Λίβιος, ή ρωμαιοκρατούμενοι Έλληνες, όπως ο Πολύβιος. Η πληροφορία του Στεφάνου Βυζαντίου, ότι η Π. της Μακεδονίας ονομαζόταν προηγουμένως Βούνομος ή Βουνόμεια, φαίνεται πως αναφέρεται στους αρχαιότατους χρόνους. Στους ιστορικούς χρόνους αναφέρει πρώτος την Π. ο Ηρόδοτος (7.123), όταν περιγράφει την πορεία του Ξέρξη μέσω της Μακεδονίας προς τις Θερμοπύλες. Μνημονεύοντας τον Αξιό λέει πως το ποτάμι αυτό είναι σύνορο της Μυγδονίας και της Βοττιαιίδος, «της οποίας την παραθαλάσσια στενή λουρίδα γης κατέχουν οι πόλεις Ίχναι και Πέλλα». Ίχναι ονομαζόταν η πόλη, που εντοπίζεται ανάμεσα στη σημερινή Νέα Χαλκηδόνα και στα Κουφάλια, αμέσως δηλαδή μετά τον Αξιό (ώστε η Π. πρέπει να ήταν δυτικότερα). Η λωρίδα γης που κατείχε η Βοττιαία ήταν στενή, γιατί στην εύφορη σήμερα πεδιάδα των Γιαννιτσών υπήρχαν τότε έλη και η λίμνη Λουδία. Μετά τον Ηρόδοτο αναφέρει την Π. ο Θουκυδίδης 2 φορές: όταν περιγράφει την εξάπλωση των Μακεδόνων από το Βέρμιο και τα Πιέρια στα Α, πριν από την εποχή του, και δεύτερη, όταν διηγείται την εισβολή των Θρακών του Σιτάλκη στο βασίλειο του Περδίκκα, κατά τις ημέρες του (2994 και 1004). Οι Έλληνες του νότου ελάχιστα πρόσεξαν τη δραστηριότητα του Αρχελάου κατά τα τελευταία χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου· ο Θουκυδίδης, επαινετικά αλλά χωρίς ιδιαίτερη έμφαση, μας πληροφορεί ότι ο Αρχέλαος έχτισε κάστρα, κατασκεύασε ίσιους δρόμους, οργάνωσε τις στρατιωτικές δυνάμεις κλπ., ενώ ο Σωκράτης ειρωνεύεται την ίδρυση ανακτόρων στην Π.· «Ο Αρχέλαος καταξοδεύτηκε να χτίσει “οικίαν”, κάλεσε και τον Ζεύξη να τη ζωγραφίσει, αλλά για τη βελτίωσή του δεν φρόντισε, με αποτέλεσμα να πάνε οι άνθρωποι από όλον τον κόσμο να δουν την “οικίαν”, αλλά κανείς δεν πάει να δει τον Αρχέλαο» (Aelianus, Varia Historia, 14, 17). Μόνο αργότερα, με τον Φίλιππο και τον Αλέξανδρο, φάνηκε η σημασία της μεταφοράς της μακεδονικής πρωτεύουσας από το φυσικό οχυρό των Αιγών (της Έδεσσας) στην πεδιάδα, στην Π., σε μια θέση που πλεονεκτούσε μόνο επειδή ήταν κοντά στη θάλασσα και έδινε περισσότερες δυνατότητες ανάπτυξης. Όταν μετέφερε την πρωτεύουσα στην Π., ο Αρχέλαος δεν παρέβλεψε και την πολιτιστική πλευρά. Εκτός από τον ζωγράφο Ζεύξη, έζησαν μικρότερο ή μεγαλύτερο διάστημα καλεσμένοι στην αυλή του ο τραγικός Αγάθων, ο ποιητής Τιμόθεος ο Μιλήσιος και ο Ευριπίδης, ο οποίος εκεί έγραψε την Ιφιγένεια εν Αυλίδι και τις Βάκχες, ενώ από ένα άλλο έργο του, τον Αρχέλαο, όπου είχε πλάσει έναν αξιοθαύμαστο πρόγονο του οικοδεσπότη του, σώθηκαν μόνο αποσπάσματα.Από την εποχή του Αρχελάου η Π. ακμάζει όλο και περισσότερο. Στα χρόνια του Ξενοφώντα αναφέρεται ως η μεγαλύτερη μακεδονική πόλη (Ελληνικά 5.2.13). Η κουβέντα συνεπώς του Δημοσθένη (18.68), ότι ο Φίλιππος γεννήθηκε «έν χωρίω μικρώ καί αδόξω» φαίνεται υπερβολική. Περίεργο είναι ότι οι πληροφορίες είναι αραιές και για την Π. του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου και των διαδόχων. Οι μακεδονικές πηγές δεν σώθηκαν, γεγονός που εξηγείται από τη σκληρότητα με την οποία έπληξαν οι Ρωμαίοι το κέντρο αυτό του ελληνισμού. Είναι πάντως πιθανό, ότι οι καλύτερες ημέρες της Π. ήταν τα χρόνια της μακράς βασιλείας του φιλοσόφου - βασιλιά Αντιγόνου Γονατά (274-239 π.Χ.). Ο φίλος αυτός της Στοάς φιλοξένησε φαίνεται στην Π. τον Βίωνα τον Βορυσθενίτη, πολέμιο των παθών και των προκαταλήψεων, τον Άρατο τον Σολέα, που ίσως κατά προτροπή του Αντιγόνου έγραψε στην Π. τα Φαινόμενά του, τον Ανταγόρα, που έγραψε Ύμνο στον έρωτα κ.ά.Η μοναδική περιγραφή της Π., που σώθηκε, είναι του Ρωμαίου ιστορικού Λιβίου (44.46.4-7), που την έγραψε με αφορμή την επίθεση του Αιμιλίου Παύλου μετά τη μάχη της Πύδνας· «Ο ύπατος Αιμίλιος Παύλος», λέει, «αναχώρησε από την Πύδνα με όλο τον στρατό του και σε δύο μέρες έφτασε στην Π., στρατοπέδευσε ένα ρωμαϊκό μίλι πριν από την πόλη, δηλαδή στα Δ, και έμεινε μερικές μέρες στο στρατόπεδο εξετάζοντας τη θέση της πόλης από όλες τις πλευρές. Παρατήρησε πως ήταν σοβαροί οι λόγοι για τους οποίους τη διάλεξαν για πρωτεύουσα: απλώνεται σε ένα λόφο· την περιβάλλουν έλη αδιάβατα χειμώνα-καλοκαίρι, που σχηματίζονται από το ξεχείλισμα ποταμών· από το έλος που είναι πιο κοντά στην πόλη υψώνεται σαν νησί ο Φάκος· στέκει επάνω σε τούμπα, μια τεράστια κατασκευή που έχει προορισμό να κρατήσει το βάρος του τείχους και να μην ενοχλεί την πόλη το νερό του γύρω έλους. Από κάποια απόσταση φαίνεται πως το τείχος του Φάκου ενώνεται με το τείχος της πόλης, χωρίζεται όμως από ποτάμι ανάμεσα στα δύο τείχη, αλλά ενώνεται και με γέφυρα. Έτσι δεν μπορεί πολιορκητής να πλησιάσει απ’ έξω στο Φάκο ούτε υπάρχει τρόπος διαφυγής για κείνους που έχει φυλακίσει εκεί ο βασιλιάς, παρά μόνο από τη γέφυρα, η οποία εύκολα φυλάγεται. Εκεί ήταν και το βασιλικό θησαυροφυλάκιο».Ο Φάκος, το κάστρο της λίμνης, αναφέρεται και από τον Πολύβιο (31.17.2), από τον οποίο μαθαίνουμε ότι εκεί ο Μακεδόνας Δαμάσιππος σκότωσε τους συνέδρους της Pωμαιοκρατίας. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρει επίσης (30.11.1) την εν Φάκω γάζαν, δηλαδή το θησαυροφυλάκιο. Άλλοι συγγραφείς, όπως o Σκύλαξ και ο Στράβων, μας πληροφορούν ότι από τη θάλασσα υπήρχε ανάπλους μέχρι την Π. και ότι η απόσταση ήταν 120 στάδια, μικρότερη δηλαδή από τη σημερινή απόσταση Θεσσαλονίκης - Π. που είναι 38 χλμ. Τα πλοία ακολουθούσαν φαίνεται τον ρου του κάτω Λουδία, ύστερα την ομώνυμη λίμνη και τέλος από κανάλι έφταναν έως τον Φάκο. Από τις πληροφορίες για τα μνημεία της Π. σημαντική είναι μόνο η είδηση ότι ο Περσέας πριν αναχωρήσει προς τα Δ για να συναντήσει τον Αιμίλιο Παύλο προσέφερε εκατόμβη στην Αθηνά Αλκίδημο.Τρομερή ήταν η καταστροφή που υπέστη η Π. από τους Ρωμαίους. 7 μέρες κράτησε ο θρίαμβος του νικητή Αιμιλίου Παύλου στη Ρώμη, όπου παρήλασαν οι αιχμάλωτοι και τα λάφυρα. Η μακεδονική πρωτεύουσα διατήρησε πάντως την ονομασία της (Colonia julia Augusta Pella) και έγινε πρωτεύουσα μιας από τις 4 Μερίδες, στις οποίες χώρισαν οι Ρωμαίοι τη Μακεδονία. Δέχτηκε Ρωμαίους αποίκους, αλλά δεν έχασε τον ελληνικό της χαρακτήρα, αφού, όπως μαρτυρούν οι επιγραφές, η γλώσσα των κατοίκων ήταν η ελληνική. Το ένδοξο παρελθόν συνετέλεσε ώστε να κρατηθεί κάπως το όνομά της μέχρι τους χρόνους της τουρκοκρατίας. Ένα γειτονικό κεφαλάρι νερού λέγεται ακόμα, κατά παράδοση, Λουτρά της Πέλλας ή Λουτρά του Μεγάλου Αλεξάνδρου.Αρχαιολογία. Με βάση την περιγραφή του Λίβιου κυρίως, περιηγητές και αρχαιολόγοι ταύτισαν κάπως αόριστα την Π. από το τέλος του 18ου και κατά τον 19o αι. Άλλοι την τοποθετούσαν γύρω στο χωριό, που λεγόταν τότε Άγιοι Απόστολοι (τώρα Παλαιά Πέλλα), άλλοι νοτιότερα, όπου βρίσκεται ο Φάκος, και άλλοι δυτικότερα, κοντά στα Λουτρά.Πρώτη φορά έκανε ανασκαφές στην Πέλλα, όταν απελευθερώθηκε η Μακεδονία από τους Τούρκους, ο Γεώργιος Οικονόμος, με δαπάνες της Αρχαιολογικής Εταιρείας, τις διέκοψε όμως ο A’ Παγκόσμιος πόλεμος. Στις πρώτες εκείνες ανασκαφές αποκαλύφθηκαν λείψανα σπιτιών με κεντρική ύπαιθρη αυλή, υπόγεια δεξαμενή νερού, θησαυρός νομισμάτων του Κασσάνδρου, χάλκινα και σιδερένια σκεύη, χάλκινα εξαρτήματα κλίνης κλπ. Από τότε η Π. ουσιαστικά λησμονήθηκε μέχρι το 1954, οπότε ξανάρχισε η αρχαιολογική έρευνα, δοκιμαστική στην αρχή, αλλά με εκπληκτικά αποτελέσματα, μετά τα οποία άρχισαν συστηματικές ανασκαφές της Ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας.Τα αρχαιότερα ευρήματα από την περιοχή της Π. ανάγονται μέχρι την εποχή του Χαλκού τουλάχιστον και προέρχονται από τα χωράφια γύρω στα λεγόμενα Λουτρά του Μεγάλου Αλεξάνδρου, από το ύψωμα όπου χτίστηκε αργότερα η ακρόπολη και το ανάκτορο του Αρχέλαου (Δ του σημερινού χωριού Παλαιά Πέλλα), από το ύψωμα του Φάκου, στην άλλοτε λίμνη, το οποίο, όπως απέδειξαν οι δοκιμαστικές τομές, είναι παλαιότατος συνοικισμός και όχι έργο των Μακεδόνων βασιλιάδων, όπως παρασύρεται να πιστέψει ο αναγνώστης της περιγραφής του Λιβίου. Ο προϊστορικός συνοικισμός του Φάκου είναι ίσως η Βούνομος ή Βουνόμεια, που αναφέρει ο Στέφανος Βυζάντιος, η οποία ονομάστηκε Π. όταν μεταφέρθηκε στους πετρώδεις λόφους, αφού Π. σημαίνει βράχος (πράγματι τα κτίρια της ακρόπολης πατούν πάνω σε βράχο).Τα πρώτα κλασικά και ελληνιστικά ευρήματα των ανασκαφών ήρθαν στο φως με δοκιμαστικές τομές σε διάφορα σημεία, αφού δεν υπήρχαν επιφανειακές ενδείξεις άλλες από τους τύμβους (τις τούμπες) που κρύβουν τάφους. Ένας από τους τάφους αυτούς, η κούφια τούμπα, είχε ερευνηθεί από τον καιρό της τουρκοκρατίας. Δοκιμαστικές τομές, που έγιναν το 1957 σε όλη την έκταση του τριγώνου που σχηματίζουν τα χωριά Παλαιά και Νέα Πέλλα με τον Φάκο, βεβαίωσαν την ύπαρξη αρχαίων λειψάνων, σε μια έκταση με ακτίνα περίπου 2 χλμ. Διαπιστώθηκε ότι η ακρόπολη δεν ήταν μόνο στο ύψωμα του χωριού, αλλά και στο δυτικότερο, όπου δεν παρατηρήθηκαν προηγουμένως αρχαία λείψανα. Το τείχος της ακρόπολης, όπως και της κάτω πόλης και του Φάκου, δεν διατηρήθηκε ορατό, γιατί στην ανωδομή του ήταν πλίνθινο. Από το δίδυμο ύψωμα της ακρόπολης κατέβαινε προς τη λίμνη με δύο σκέλη, τη γραμμή των οποίων μπορούμε να παρακολουθήσουμε μόνο από τη μαλακή ράχη, που σχηματίστηκε με τον καιρό μετά την πτώση της πλίνθινης κατασκευής. Έξω από τη γραμμή αυτή των τειχών υψώνονται οι τύμβοι και ανασκάφηκαν τάφοι.Στο δυτικό λόφο της ακρόπολης αποκαλύφθηκαν λείψανα των σπουδαιότερων κτιρίων της πρωτεύουσας. Οι τοίχοι, πάχους μέχρι 2,20 μ., είναι χτισμένοι στο κάτω μέρος με πελώριους πωρόλιθους, ενώ οι ορθοστάτες έχουν ύψος 1,07 μ., πάχος γύρω στα 0,60 μ. και μήκος μέχρι 2,34 μ. Από τα αρχιτεκτονικά μέλη άλλα είναι δωρικού και άλλα ιωνικού ρυθμού, π.χ. Δωρικό κιονόκρανο πώρινο, των αρχών του 4ου αι. π.Χ. (έχει άβακα με πλευρά 1,20 μ.,), ενώ θραύσματα ιωνικών κιόνων μαρτυρούν ιωνικό ρυθμό σε ακόμα μεγαλύτερη κλίμακα. Μέρη τριγωνικών αναθηματικών μνημείων είναι από κυανωπή πέτρα, αλλά υπάρχουν και μαρμάρινα μέλη μνημειακά (ανθέμιο, αρχιτεκτονικό γλυπτό κ.ά.). Όλα αυτά, μάλιστα η κλίμακα των κατασκευών, δικαιολογούν την υπόθεση, ότι στον δυτικό λόφο της ακρόπολης υψώνονταν το ανακτορικό σύμπλεγμα του Αρχελάου, που θα είχε μέσα και ναό, τον ναό της Αλκιδήμου Αθηνάς, με αναθήματα κλπ. Βέβαια δέχτηκεσε νεότερους χρόνους προσθήκες, επισκευές και τροποποιήσεις, στις οποίες ανήκουν τα νεότερα, ελληνιστικά χρόνια, αρχιτεκτονικά μέλη. Στο ανάκτορο του Αρχελάου άλλωστε θα πρέπει να έγινε μεγάλη χρήση ξύλου και ζωγραφικής διακόσμησης που χάθηκε. Ο οχυρωτικός περίβολος του ανακτόρου ίσως αποτελούσε μέρος και συνέχεια του περιβόλου των τειχών της πόλης, τα οποία στην ανωδομή της ήταν πλίνθινα.Καλύτερα διατηρημένα είναι τα ευρήματα του ανασκαφικού τομέα 1, στο κέντρο της αρχαίας πόλης στα Β της οδού Θεσσαλονίκης - Έδεσσας και Δ του δρόμου προς την Παλαιά Πέλλα. Εδώ αποκαλύφθηκαν τμήματα 6 οικοδομικών τετραγώνων, που είναι χτισμένα με το ιπποδάμειο πολεοδομικό σύστημα. Το πρώτο οικοδομικό τετράγωνο έχει 3 περίστυλες αυλές, γύρω από τις οποίες αναπτύσσονται στοές και δωμάτια. Είναι ο τύπος του ελληνικού σπιτιού με περιστύλιο. Όμοια περίπου διαρρύθμιση έχουν και τα άλλα οικοδομικά τετράγωνα. Οι δρόμοι γύρω έχουν πλάτος περίπου 9 μ. Σε άλλους περνούν υπόγειες σωληνώσεις υδραγωγείου, σε άλλους χτιστοί υπόνομοι αποχέτευσης. Μερικά κτίρια ήταν διώροφα στη βορεινή τους πτέρυγα, που έβλεπαν μεσημβρινοδυτικά, προς τον κάμπο και τον Όλυμπο. Αυτό βεβαιώνεται από λείψανα χτιστών κλιμάκων, κιονίσκους και πεσσίσκους, που θα είχαν θέση σε δεύτερο όροφο. Από τις κιονοστοιχίες των περιστυλίων σώζονται κίονες και γείσα από εκλεκτό πωρόλιθο, που τον κάλυπτε κονίαμα. Οι λεπτομέρειες ήταν διακοσμημένες με ζωηρά χρώματα. Όμοια έγχρωμα κονιάματα σώζονται από τους τοίχους, που, φαίνεται, στην ανωδομή τους ήταν πλίνθινοι και δεν διατηρήθηκαν.Τα δάπεδα των ισογείων δωματίων διατηρούνται στρωμένα με ψηφιδωτά. Άλλα είναι εντελώς απλά, άλλα διακοσμούνται με γεωμετρικά σχήματα (ρόμβους, τεμνόμενα τρίγωνα κλπ.) και άλλα, των ανδρώνων, έχουν παραστάσεις. Όλα είναι κατασκευασμένα με χαλίκια, διαλεγμένα, στο φυσικό σχήμα και χρώμα τους. Κατά το 1957 στο κτίριο I, αποκαλύφθηκαν 4 ψηφιδωτά με παραστάσεις. Εικονίζουν: Διόνυσο γυμνό πάνω σε πάνθηρα, με το κεφάλι στεφανωμένο και με θύρσο στο αριστερό χέρι· κυνήγι λιονταριού, ίσως το γνωστό επεισόδιο από τη ζωή του Αλεξάνδρου, όταν ο Κρατερός του έσωσε τη ζωή, κοντά στα Σούσα· γρύπα, που κατασπαράζει ελάφι· ζεύγος κενταύρων, που θυμίζει γνωστό έργο του Ζεύξη, μια οικογένεια κενταύρων, από τις λίγες γνωστές περιπτώσεις απεικόνισης θηλυκής κενταύρου.Κατά το 1961, στο οικοδομικό τετράγωνο 5 αποκαλύφθηκαν άλλα 4 ψηφιδωτά δάπεδα. Το ένα είναι πολύ φθαρμένο. Τα άλλα 3 παριστάνουν: αρπαγή της Ελένης από τον Θησέα, με τα ονόματα των δύο κύριων προσώπων στο σύμπλεγμα του κέντρου, το όνομα, Φόρβας, του ηνίοχου που περιμένει με τέθριππο άρμα αριστερά, και τη Δηιάνειρα δεξιά, μια φίλη ή συγγενή της Ελένης, που τείνει χείρα βοηθείας προς αριστερά, αλλά φεύγει έντρομη προς δεξιά· κυνήγι ελαφιού, μια σύνθεση περισσότερο ανεπτυγμένη από το κυνήγι του λιονταριού, με την επιγραφή του τεχνίτη: «Γνώσις επόησεν»· και αμαζονομαχία, ένα θέμα πιο συνηθισμένο στην αρχαία ελληνική τέχνη. Μερικές από τις ψηφιδωτές παραστάσεις περιβάλλονται από πλαίσια με φυτικά, γεωμετρικά και άλλα μοτίβα, που θυμίζουν χαλιά. Τα ψηφιδωτά είναι πράγματι τοποθετημένα σε θέση (στο κέντρο του δωματίου ή μπροστά στο κατώφλι) όπου συνήθως τοποθετούσαν χαλί. Ένα τέτοιο ψηφιδωτό στόλιζε ολόκληρο το δάπεδο κυκλικής αίθουσας, σε άλλον ανασκαφικό τομέα, κοντά στην άλλοτε λίμνη και μοιάζει με ψηφιδωτό που βρέθηκε στη Βεργίνα.Τα ψηφιδωτά και τα κτίρια του τομέα 1 χρονολογούνται στο τελευταίο τέταρτο του 4ου αι. π.Χ. και περίπου το 300 π.Χ., δηλαδή στους χρόνους ακμής της Π., που ακολούθησαν τις κατακτήσεις του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου.Από τα γλυπτά της Π. αξιόλογα είναι μία μαρμάρινη επιτύμβια στήλη (Μουσείο Κωνσταντινούπολης), ένα αετωματικό ίσως μαρμάρινο ανάγλυφο ιππέα (Μουσείο Θεσσαλονίκης), ένα μαρμάρινο λαγωνικό, ένα κεφάλι του Αλεξάνδρου και ένα χάλκινο αγαλμάτιο Ποσειδώνα (Μουσείο Πέλλας).Από τις επιγραφές αξιόλογες είναι μερικές αναθηματικές εις Ασκληπιό, Θεούς Μεγάλους, Δία Μειλίχιο, Ηρακλή, Μούσες κλπ. Μαρτυρούνται και άλλες λατρείες στη μακεδονική πρωτεύουσα: στην Αθηνά Αλκίδημο προσέφερε εκατόμβη ο Περσέας, ο Απόλλωνας εικονιζόταν σε νομίσματα της Π., καθώς και τα σύμβολά του, λύρα και τρίποδα, ενώ σε άλλα νομίσματα εικονίζεται η Δήμητρα. Υπάρχουν πολλές ενδείξεις λατρείας του Διονύσου όπως και του Πάνα και των Νυμφών. Από τα νομίσματα συμπεραίνεται λατρεία επίσης του Ερμή στη ρωμαϊκή εποχή της Ρώμης, της ρωμαϊκής Ειρήνης και της Ελπίδας. Αλλά σπουδαία θέση στη λατρεία των Μακεδόνων είχαν κυρίως ο Δίας και ο πρόγονος των Μακεδόνων βασιλιάδων Ηρακλής.Οι προανασκαφικές έρευνες, που άρχισαν από το 1954, οι δοκιμαστικές τομές του Απριλίου 1957, και οι συστηματικές ανασκαφές, που συνεχίζονται από τότε, τροποποίησαν την εικόνα, που είχαμε προηγουμένως, για την Π. με βάση τον Δημοσθένη και τους Ρωμαίους συγγραφείς. Τώρα γίνεται δεκτό ότι οι Μακεδόνες δεν πήραν μόνο, αλλά και έδωσαν στοιχεία για την εξέλιξη του ελληνιστικού πολιτισμού, ιδιαίτερα της τέχνης, που απλώθηκε στο ενιαίο ιστορικό πεδίο της αυτοκρατορίας του Αλεξάνδρου. Με βάση τα σημερινά δεδομένα αναγνωρίζεται η συμβολή της μακεδονικής αρχιτεκτονικής και διακοσμητικής εσωτερικών χώρων στην ανάπτυξη των τεχνοτροπιών, που μελετήθηκαν και ονομάστηκαν κυρίως από την Πομπηία.
Tα κεραμίδια της Πέλλας είναι σφραγισμένα με το όνομά της ή με το όνομα βασιλιά. Τα σφραγίσματα αυτά ήταν οι πρώτες αδιάψευστες αποδείξεις για την ταύτιση της μακεδονικής πρωτεύουσας κατά τις ανασκαφές του 1957.
Ένα σφράγισμα με την επιγραφή «ΘΑΣΙΩΝ» σε αμφορέα, με τον οποίο φαίνεται πως θα είχε μεταφερθεί εκεί κρασί από τη Θάσο. (Μουσείο Πέλλας)
Πήλινο ειδώλιο της Αθήνας με κράνος κερασφόρο.
Ψηφιδωτά Πέλλας: Κυνήγι ελαφιού (λεπτομέρεια, τέλος 4ου αι.).
Πέλλα: αρχαία λείψανα.
Ιωνικό κιονόκρανο από το βόρειο περιστύλιο του οικοδομικού τετράγωνου I στο κέντρο της αρχαίας πόλης.
Βάση αναθήματος αφιέρωμα, του Κράτωνα Κρατερού στους Μεγάλους θεούς, δηλαδή τους Κάβειρους. Διατηρεί μολυβδοτές τρύπες για τη στήριξη χάλκινων αγαλμάτων.
Λεπτομέρεια ψηφιδωτού που εικονίζει κυνήγι ελαφιού (4ος αι. π.χ.) και διασώζει επιγραφή με το όνομα του αρχαιότερου μέχρι σήμερα γνωστού Έλληνα Τεχνίτη Ψηφιδωτών.
Ψηφιδωτό δάπεδο του τέλους του 4oυ π.Χ. αιώνα, που εικονίζει κυνήγι λιονταριού. Το ψηφιδωτό αυτό βρέθηκε το 1957 και αποτελεί χαρακτηριστική μαρτυρία της ακμής που είχε γνωρίσει η Πέλλα.
Άποψη της κάτω πόλης από την Ακρόπολη. Στο βάθος ο Φάκος και η περιοχή της άλλοτε λίμνης του.
Πήλινη σίμη με έγχρωμη διακόσμηση.
Άποψη της ακρόπολης της Πέλλας, μετά τις πρώτες εκεί ανασκαφές.
Χάλκινο αγαλμάτιο του Ποσειδώνα, του τύπου του Λατερανού.
Μια σειρά ταφικοί τύμβοι (τούμπες) σημαδεύει την κατεύθυνση της αρχαίας οδού, που από το μυχό του Θερμαϊκού οδηγούσε στην ακρόπολη της Πέλλας. Στο βάθος η παλιά Πέλλα.
Παλιό πέτρινο γεφύρι στην περιοχή της Πέλλας.
Πανοραμική άποψη εύφορης πεδιάδας στη Πέλλα.
IIΠροτομή του αρχαίου τραγικού Ευριπίδη, ο οποίος έγραψε δύο από τα έργα του στην αυλή του Αρχελάου στη Πέλλα.
Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ.) του νομού Πέλλης. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της πρώην επαρχίας, κοντά στα σύνορα με τον νομό Θεσσαλονίκης. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου.* * *(I)η, ΝΜΑἡ πέλυξ* (Ι)νεοελλ.-μσν.μέρος τής βάρκας πάνω από την κουπαστήαρχ.ποτήρι.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση τής λ. με τα αρχ. ινδ. pālavī και pārī «δοχείο για γάλα» θεωρείται εξαιρετικά αμφίβολη. Εξίσου αμφίβολη θεωρείται και η σύνδεση της με το λατ. pēlvis «λεκάνη». Έχει υποστηριχθεί επίσης ότι η λ. συνδέεται με την οικογένεια τού λατ. pellis «δέρμα», γεγονός που προϋποθέτει ότι η πέλλα ήταν αρχικά δερμάτινο δοχείο, ασκός. Είναι πιθανό, τέλος, να πρόκειται για λ. που ανάγεται σε δάνειο τ. τού προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος].————————(II)ἡ, Αλίθος.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πέλλα ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *pels- «βράχος» και συνδέεται με αρχ. άνω γερμ. felis, γερμ. Fels «βράχος», αρχ. ινδ. pāsya- / pāsāna- «βράχος». Το τοπωνύμιο Πέλλα είναι ταυτόσημο με το προσηγορικό].
Dictionary of Greek. 2013.